- στερόλη
- η, Ν(βιοχ.) γενική ονομασία ομάδας πολυκυκλικών αλκοολών που προέρχονται από τον κυκλο-πεντανο-περυδρο-φαινανθρενικό πυρήνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλδοστερόνη — Ορμόνη που αποτελεί τον ισχυρότερο ρυθμιστή της απορρόφησης του νατρίου και της απέκκρισης του καλίου στο επίπεδο των νεφρών· επιπλέον διευκολύνει τη σύσταση ορισμένων κυττάρων, έπειτα από επίδραση αγγειοσυσταλτικών ουσιών και έτσι αυξάνει τον… … Dictionary of Greek
προγεστερόνη — η, Ν (βιοχ.) ορμόνη τού γυναικείου γεννητικού συστήματος, η οποία έχει ως κύρια λειτουργία τη ρύθμιση τής κατάστασης τού ενδομητρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. progesterone < progestin (< προ * + gestation «κυοφορία» + in) … Dictionary of Greek
σιτοστερόλη — η, Ν (βιοχ.) πολύπλοκο μίγμα στερολών σε λιπαρό ιστό τών ανώτερων φυτών, ιδιαίτερα στο αραβοσιτέλαιο ή το σιταρέλαιο, καθώς και σε μερικά φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sitosterol < sito (< σίτος) + sterol (βλ. στερόλη)] … Dictionary of Greek
στιγμαστερόλη — η, Ν (βιοχ.) φυτική στερόλη που συνοδεύει τη σιτοστερόλη στον κύαμο τού Καλαμπάρ, τους σπόρους τής σόγιας και απαντά και στο γάλα … Dictionary of Greek
τεστοστερόνη — η, Ν (βιολ. φυσιολ.) η κυριότερη ανδρογόνος ορμόνη, η οποία εκκρίνεται, κυρίως, από τον διάμεσο ορχικό ιστό τού ανθρώπου καί, σε ασήμαντη ποσότητα, από τις ωοθήκες και από τα επινεφρίδια και ελέγχει την παραγωγή τού σπέρματος και την ανάπτυξη τών … Dictionary of Greek
χοληστανόλη — η, Ν (βιοχ.) στερόλη, η οποία, μαζί με την χοληστερόλη και την κοπροστανόλη, αποτελούν τις σημαντικότερες στερόλες απέκκρισης στα θηλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholestanol] … Dictionary of Greek